- αξεσκάλιστος
- -η, -ο1. (για φυτά) όποιος δεν σκαλίστηκε, δεν του έγινε επιμελημένη καλλιέργεια με σκάλισμα2. αυτός που δεν ερευνήθηκε, δεν εξετάστηκε λεπτομερώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξεσκάλιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ανασκαλεύτηκε, δεν ψάχτηκε: Δεν άφησε ντουλάπι αξεσκάλιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)